Αντί βιογραφικού ή νικάω το τέρας που γράφει τον βίο μου…
Η μαμά μου χαϊδεύει την πλάτη. Νιώθω ένα τεράστιο πινέλο να με βάφει με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Βλέπω όνειρα. Ένα από αυτά, βγαίνει αληθινό. Σε ατύχημα, σπάω τη μύτη μου και καταφέρνω σημάδια στο εφηβικό μου πρόσωπο. Ο αδελφός μου με πείθει πως είναι γοητευτικά. Τον πιστεύω. Ποιήματα. Αυτόματη γραφή. Γράφω ποιήματα στα θέματα των πανελληνίων. Πρώτη φορά νιώθω τόσο ελεύθερη. Τότε. Σχολή Βακαλό. Ελένη Βακαλό. Σταύρος Μπονάτσος. ΑΣΚΤ. Νίκος Κεσσανλής.
Ένα τέρας και μια όμορφη μουτζούρα. Μια γάτα που τριγυρνάει στα πόδια μας, στο σπίτι της οδού Λάμπρου Κατσώνη που έχουμε νοικιάσει με τον αδελφό μου. Από κάτω, ο Δημήτρης ο ροκαμπιλάς, σπάει μπύρες σε δωμάτιο. Είναι η πρώτη γλυπτική εγκατάσταση που βλέπω λάιβ…
Ψωμί. Η αρχή της εικαστικής μου ιστορίας. Φάρμακα και κόλλες που μπαίνουν στη ζύμη για να μη χαλάει. Κάπνα και γκρίνια. Τα πρώτα πειράματα, αποτυχία. Μαμούνια. Κάπνα και γκρίνια. Χαλάει ο φούρνος. Δεν έχουμε ούτε για φαγητό. “Σκέτη“ γκρίνια… Ένα μικρό πλυντήριο που αντί να πλένει, σκίζει τα ρούχα μας. Εύρηκα!: Δεν ξαναέβαλα ρούχα. Έβαλα εφημερίδες και γινόταν πολτός. Το είπα στη γειτονιά. Ζήταγα εφημερίδες για ανακύκλωση. Κάθε πρωί υπήρχαν πολλές σακούλες έξω από την πόρτα μας. Οι δεξιές δεν έλιωναν με τίποτα… Μεγάλη πλάκα!
Τα πρώτα καλούπια στα πόδια του ξαδέλφου μου, του Φώτη. Ξέχασα να τα μονώσω και έμεινε για ώρες με το σώβρακο στη λεκάνη με τα γυψωμένα πόδια. Γέλαγα δυνατά! Ακόμα έτσι γελάω, δυνατά! Μια αγαπημένη σειρά έργων, είναι αυτή με τους γάτους που κρέμονται από σώβρακα. Ανακύκλωση. Τσίγκων, ιδεών. Μάζευα από τυπογραφεία. Αγόρασα ηλεκτροκόλληση. Έτρωγα KINDER, ή μάλλον, έφτιαχνα σκουλαρίκια τα παιχνίδια. Ακόμη φτιάχνω. Έγιναν οι kinderόγατες.
Το μνημείο στον γνωστό-άγνωστο γάτο. Ήθελα (νόμιζα ότι ήθελα) να απεμπλακώ από τις γάτες. Έμειναν μόνο ουρές. Σε ρούχα. Πάντα κάτι μένει… Έγιναν βαλίτσες. Ταξίδια. Έρωτας. Μύθος. Απομυθοποίηση. Ιστορία. Της τέχνης. Η ιστορία της τέχνης, όπως και κάθε ιστορία, δε γράφεται, ψήνεται σιγά-σιγά.
Δε βολεύομαι να γράφω βιογραφικό. Πάντως, ένα είναι σίγουρο: ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ! Και κάτι άλλο είναι σίγουρο, αλλά ας μην το βαρύνουμε… Και σπούδασα. Και έκανα ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές. Εδώ και όξω. Και δίδαξα. Και διδάσκω. Και έκανα την τέχνη στην εφημερίδα των Ερευνητών της Καθημερινής, μέχρι που μια ωραία πρωία, η μοναδική, εκείνη, παιδική εφημερίδα, έκλεισε: Να ο χαρτοπολτός. Και ονειρεύομαι. Και μάλλον ζω μεταξύ όνειρου και πραγματικότητας.
Για να νικάω το τέρας που γράφει τον βίο μου…
Νιαουρίζοντας στο κενό
Είναι μέρα. Και η πιθανότητα να αλώσουν την πόλη είναι πολύ μικρή. Ευτυχώς.
Ούτε στα όνειρά μου δε θα ήθελα να αλώνουν τις πόλεις. Γιατί είμαι με κείνους που καταναλώνουν το κενό. Και απ´ αυτούς που επιχορηγούν τους εφιάλτες τους με δροσερό αέρα φαντασίας, ή φαντασιόπληκτης επιμονής.
Επιμένω. Είμαι μονομανής. Έχω το ζώο μέσα μου. Αιλουροειδές. Η ουρά μου είναι φουντωτή και το χρώμα της τονίζει την προσωπικότητά μου. Παρατηρώ. Αλλά αποφεύγω να δω τους υπερόπτες που μπουσουλάνε στα φρύδια της καθημερινότητάς μου. Ανίκανη να ξεσκονίσω το παρελθόν, σκονίζω απειλητικά το μέλλον. Και συνεχίζω να συγχέω τις γάτες των έργων μου με τους ανθρώπους που συναντάω. Γιατί αγαπάω το μύθο, αλλά πιο πολύ την απομυθοποίησή του. Ομολογώ πως παραφέρομαι. Έχω γίνει μια άλλη. Το ζώο βγαίνει μπροστά. Μόνο που δεν έχω νύχια να γρατζουνίσω γιατί τα τρώω από μικρή. Ποτέ δεν έκοψα αυτή τη συνήθεια. Βλέπω το σκόρο να αργοτρώει το καινούριο μου πουλόβερ που έχει κεντημένο έναν χρωματιστό σκύλο και ψάχνω μαλλί για να ντύσω τις σιωπές. Γιατί μόνο αυτές φωνάζουν. Νυχτώνει. Βλέπω όνειρα. Πρωταγωνιστές οι γάτες. Χρωματιστές, σαν κι εμένα. Έχω γεμίσει τοίχους, ταβάνια, εργαστήρια, μπάνια, υπνοδωμάτια, σαλόνια, σκληρούς δίσκους υπολογιστών… Δίπλα μου, ο σκύλος μου. Κάνω προσχέδια. Καίγεται η λάμπα και δε βλέπω τίποτα. Όμως το χέρι μου έχει μάθει να φτιάχνει το σχέδιο του ζώου. Το κάνει για πλάκα.
Ένα απ´ αυτά μου λέει: “…Άλλαξε το φεγγάρι σα λάμπα δωματίου που δε φωτίζει πια”. Το ακούω, το κάνω και λέω: “Μάγκα μου, αυτή η μέρα είναι πιο όμορφη κι από νύχτα”. Και ναι. Είναι ψέματα. Γιατί η τέχνη για την πραγματική ζωή, είναι μια πραγματικότητα που χρειάζεται τέχνη. Γι αυτό. Υποφέρω. Όχι. Δεν υποφέρω. Γιατί μόνο η ποίηση ξέρει να υποφέρει. Ευχαριστιέμαι κάθε στιγμή που αφοδεύει όνειρα.
Είμαι η Άντζι και νιαουρίζω στο κενό που ελπίζει κάποτε να γίνει καινό. Και σαν καλλιτέχνις, μπερδεύω τη ζωή με το όνειρο.